- σφαιρικά
- σφαιρικόςglobularneut nom/voc/acc plσφαιρικά̱ , σφαιρικόςglobularfem nom/voc/acc dualσφαιρικά̱ , σφαιρικόςglobularfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρικάς — σφαιρικά̱ς , σφαιρικός globular fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
Λι, Γιουάν Τσε — (Yuan Tseh Lee, Σιντσού, Ταϊβάν 1936 –). Ταϊβανέζος χημικός και πανεπιστημιακός. Το 1959 αποφοίτησε από τη σχολή χημείας του εθνικού πανεπιστημίου της Ταϊβάν και συνέχισε με μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο Τσίνγκουα. Έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στη… … Dictionary of Greek
Феодосий Триполитский — греческий геометр и астроном. Жил в I в. или около середины II. По одним свидетельствам он происходил из Вифинии, по другим из Триполиса, но неизвестно, Сирийского или Африканского. Никаких других биографических сведений о Феодосии не сохранилось … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Theodosĭos — (Theodosius), griechischer Name, bedeutet der von Gott Gegebene. I. Griechische Kaiser: 1) Flavius Th. I. der Große, Sohn des Th. 4), geb. 346 v. Chr. zu Cauca in Spanien; begleitete seinen Vater nach Britannien u. Afrika, zog 374 gegen die… … Pierer's Universal-Lexikon
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek